Δεν υπάρχει οργανικό υλικό και τυρφώνας στη νέα χάραξη του αγωγού ΤΑΡ εκτιμά ο πρόεδρος του ΤΕΕ ΑΜ Δ. Κυριαζίδης σύμφωνα με τη μελέτη που εκπόνησε το κεντρικό ΤΕΕ
Μελέτη εκπόνησε το ΤΕΕ για τη διέλευση του αγωγού φυσικού αερίου ΤΑΡ από τα Τενάγη των Φιλίππων σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν κίνδυνοι για το περιβάλλον και την άρδευση και δεν διέρχεται μέσα από τυρφώνα. Ο πρόεδρος του Τμήματος Ανατολικής Μακεδονίας του ΤΕΕ κ. Δημήτρης Κυριαζίδης σημείωσε ότι η μελέτη απαντά σε όλα τα ερωτήματα που έθεσαν σαν τμήμα σε ότι αφορά την όδευση του αγωγού.
Αναλυτικά στις δηλώσεις του ο κ. Κυριαζίδης σημείωσε πως «τώρα έχουμε μια απάντηση στα ερωτήματα από μια ομάδα επιστημόνων την οποία συγκρότησε το ΤΕΕ κεντρικά, η οποία εξέτασε τα διαθέσιμα δεδομένα και από τα στοιχεία που υπάρχουν από τις μελέτες που έχουν γίνει για τα Τενάγη, αλλά και από στοιχεία που πήρανε κατά τη διάρκεια κατασκευής του αγωγού από τις γεωτρήσεις και τις έρευνες που έκανε ο ΤΑΡ. Οπότε βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι αγωνίες και τα ερωτήματα τα οποία θέταμε δεν θέτουν σε κίνδυνο τα Τενάγη. Δηλαδή μας λένε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο οι συνάδελφοι επιστήμονες ότι δεν υφίστανται τα θέματα και ότι έχουμε θέσει».
ΣΤΗ ΝΕΑ ΧΑΡΑΞΗ
Εξήγησε πως «δηλαδή στη νέα χάραξη την εγκεκριμένη του αγωγού, κι όχι στην αρχική πάνω στην οποία είχαν γίνει κι όλες οι αντιδράσεις, βασικά δεν υπάρχει οργανικό υλικό και δεν υπάρχει τυρφώνας. Είναι η περιοχή των Τεναγών, είναι η μεταβατική ζώνη και δεν υπάρχει τύρφη στο κομμάτι αυτό. Δεν επηρεάζεται ο υδροφόρος ορίζοντας, επίσης η συνίζηση η οποία μπορεί να υπάρχει σε εκείνο το σημείο και εκτιμούν τα μέλη της ομάδας εργασίας ποια μπορεί να είναι, δεν οφείλεται σε συντήρηση, οφείλεται στα άλλα υλικά που έχει όπως είναι ο άργιλος, που ενδεχόμενα μπορεί να δεχτεί μια συμπίεση, αλλά είναι σε τέτοια μεγέθη τα οποία βρίσκονται πολύ μέσα στα όρια αντοχής του αγωγού. Άρα δεν υπάρχει κίνδυνος και από αυτήν την άποψη. Επίσης το θέμα της διάτρησης του αγωγού που και αυτό τέθηκε παλαιότερα από αγροτικές εργασίες, κι αυτό δεν μπορεί να υπάρξει γιατί ο αγωγός είναι σε ένα βάθος τριάντα μέτρων. Τα καλλιεργήσιμα είδη εκεί δεν απαιτούν μεγάλη άροση, πάνω από 35 εκατοστά δεν υπάρχει περίπτωση να χρειαστεί να αροθεί και το υλικό κατασκευής του αγωγού και το πάχος του είναι τέτοιο που ακόμα και σε κρούση να έρθει δεν θα πάθει ζημιά η οποία θα είναι καταστροφική. Επιπλέον πάνω στον αγωγό υπάρχουν συστήματα ασφαλείας, υπάρχουν και αγωγοί μικροκυμάτων, υπάρχουν δηλαδή σωλήνες οπτικών ινών, οπότε σε περίπτωση διάτρησης θα δοθεί αμέσως σήμα και θα επέμβει η ασφάλεια του ΤΑΡ».
ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΝΤΑΙ
Τόνισε δε πως «με λίγα λόγια τα ερωτήματα που είχαμε θέσει τότε και τα οποία απασχολούσαν, δεν υφίστανται στην καινούρια χάραξη του αγωγού. Και φυσικά μιλάμε για ένα σημείο τριών χιλιομέτρων, η μελέτη έχει εξετάσει περίπου 15 χιλιόμετρα από την πλευρά της Νέας Καρβάλης μέχρι μετά τον Αρχαιολογικό Χώρο Φιλίππων, όπου το βασικό σημείο ανησυχίας είναι τα τρία χιλιόμετρα δυτικά το δρόμου Καβάλας – Δράμας μέχρι τη γωνία της αρχαιολογικής περιοχής. Εκεί δεν είναι τυρφώνας και δεν έχουμε οργανικά υλικά. Άρα ούτε το φαινόμενο της αυτανάφλεξης που θα μπορούσε να προκαλέσει κάποια αύξηση θερμοκρασίας του αγωγού και ενδεχόμενη έκρηξη κι αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Κι επίσης είναι και ένα άλλο θέμα, το θέμα επηρεασμού του εδάφους από τη διέλευση του αγωγού. Εξετάστηκε και αυτό, αν από τη διέλευση του αερίου που περνάει μέσα προκαλείται μια πτώση της θερμοκρασίας γύρω από τον αγωγό. Αυτό δεν συμβαίνει. Στην ουσία συμβαίνει αύξησης της θερμοκρασίας η οποία βέβαια είναι ορατή πιο κοντά στους σταθμούς συμπίεσης που ο τελευταίος σταθμός είναι στην Αλεξανδρούπολη, άρα μιλάμε για πάρα πολλά χιλιόμετρα, η θερμοκρασία είναι πια ενιαία εκεί, άρα δεν θα επηρεάσει ούτε τη θερμοκρασία του εδάφους. Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα συμπεράσματα της μελέτης τα οποία βέβαια εκτεταμένα αναλύονται στο κείμενο και καθησυχάζουν τις ανησυχίες μας σε σχέση με το θέμα. Βέβαια στη μελέτη γίνεται αντιληπτό ότι αυτό από το οποίο διακινδυνεύουν τα Τενάγη είναι η πτώση του υδροφόρου ορίζοντα. Έτσι κι αλλιώς αυτό προέρχεται από τη χρήση που κάνουμε στην αγροτική παραγωγή, την έντονη άρδευση και από τα καιρικά φαινόμενα. Γενικά όμως ο υδροφόρος ορίζοντας είναι ψηλά, από 0,80 ως 2 μέτρα κυμαίνεται στην περιοχή, αυτό είναι που πρέπει να διαφυλάξουμε ως κοινωνία και ως τοπική οικονομία και φορείς και θα ήταν σκόπιμο με αφορμή αυτήν τη διέλευση του αγωγού που τίθεται το θέμα και ως Πολιτεία να φροντίσουμε να διατηρήσουμε σε υψηλό επίπεδο τον υδροφόρο ορίζοντα, ώστε να έχει μακροβιότητα και να μην υφίσταται αυτές τις συνέπειες το περιβάλλον».